Ακόμα κι αν κλειστήκαμε μέσα τόσο καιρό, βρήκαμε ευκαιρία να κάνουμε κάποια πράγματα που αγαπάμε έτσι κι αλλιώς. Κι ένα από αυτά είναι το διάβασμα. Ευτυχώς που τα βιβλία φτάνουν στο σπίτι , ακόμα και με κλειστά μαγαζιά κι έτσι, έφτασε και ένα ακόμα: Περιπέτεια στο Άγιον Όρος, του Γιώργου Αντωνάκη , που επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άθως παιδικά με την εικονογράφηση του Χρήστου Γουσίδη.

Μια πολύ όμορφη και πρωτότυπη περιπέτεια, που εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια του προσκυνήματος στο Άγιον Όρος δύο παιδιών, μαζί με τους μπαμπάδες τους. Το Άγιο Όρος εκτός από κοιτίδα της πίστης μας, είναι επίσης ένα απέραντο μουσείο βυζαντινών θησαυρών. Ο συγγραφέας Γιώργος Αντωνάκης κατάφερε να συνδυάσει και τα δύο αυτά στοιχεία και να φτιάξει μια περιπέτεια, που συναρπάζει μικρούς (και μεγάλους) αναγνώστες.
Ο Οδυσσέας μαζί με τον πατέρα του, τον θείο Βασίλη και τον μικρότερο ξάδερφό του τον Θωμά ξεκινούν για ένα προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Στο τρένο για την Θεσσαλονίκη συναντούν έναν παράξενο συνεπιβάτη. Γιατί ντύθηκε μοναχός για μια στιγμή; Τι σήμαιναν τα λόγια του για το ραντεβού στη μονή Σταυρονικήτα; Πότε είναι η γιορτή του Πέτρου και Παύλου; Και τελικά τι μυστήριο κρυβόταν στο χαρτί που βρήκαν στο μονοπάτι του δάσους; Ποιος ήταν ο αυτοκράτορας που είδε ο Οδυσσέας στο όνειρό του; Ο Οδυσσέας και ο Θωμάς, και μαζί τους κι εμείς, γνωρίζουμε το Άγιο Όρος, την μακραίωνη ιστορία των μοναστηριών, γιατί οι μοναχοί κάνουν μνημόσυνο σε βυζαντινούς αυτοκράτορες και στρατηγούς, αλλά μαθαίνουμε και τι είναι η αυγοτέμπερα, ποια είναι η τράπεζα των μοναστηριών που προσφέρει φαγητό και πολλά πολλά ακόμα.

Ας ακούσουμε και λίγα λόγια από τον συγγραφέα του βιβλίου, Γιώργο Αντωνάκη, σε μια χορταστική συνέντευξη!
Επανακυκλοφόρησε με νέα εικονογράφηση από τον Χρήστο Γουσίδη και νέα σελιδοποίηση και σχήμα το βιβλίο σας «Περιπέτεια στο Άγιον Ορος». Ήταν μια ωραία έκπληξη μέσα στις μέρες που περνάμε η εμφάνιση αυτού του βιβλίου στις προθήκες των ηλεκτρονικών βιβλιοπωλείων. Ποια είναι η μικρή ιστορία της συγγραφής αυτού του παιδικού μυθιστορήματος;
Όταν, πριν από πολλά χρόνια, επισκέφθηκα για πρώτη φορά ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, ένιωσα το χρόνο να γυρίζει προς τα πίσω, να ταξιδεύω στα χρόνια του Ν. Φωκά και των Παλαιολόγων. Οι πύργοι, οι ολονύχτιες ακολουθίες στη μισοφωτισμένη εκκλησία, οι παράξενες συζητήσεις στο Αρχονταρίκι με το αμυδρό φως μιας λάμπας πετρελαίου, μεταξύ γης και ουρανού, με τη θάλασσα να βουίζει κάτω από τα παράθυρά μας.
Κι εκείνος ο αξέχαστος Εσπερινός, με φως απόκοσμο να κατεβαίνει από τα παραθυράκια του τρούλου, την ώρα που ο μοναχός Ιερεμίας με σιγανή φωνή μνημόνευε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή!!!
Όλα αυτά που σημάδεψαν την ψυχή μου, ένιωσα την ανάγκη να τα πω στα παιδιά. Μόνο αυτά ζουν ακόμη στο παραμύθι, λίγο στην πραγματικότητα και πιο πολύ στο όνειρο. Έπρεπε όμως να ανακαλύψω ένα τρόπο πρωτότυπο, να φτιάξω μια ιστορία στα μέτρα τους, να ερεθίσω την αχαλίνωτη φαντασία τους για να με ακολουθήσουν στο ταξίδι της πίστης, της παράδοσης και των θαυμάτων.
Έτσι χάρηκε το παιδί που έχω μέσα μου και με βασανίζει κι έτσι γεννήθηκε αυτή η ιστορία με τα αστυνομικά μυστήρια, τη φοβερή καταιγίδα, τις μεταμφιέσεις, τα αστεία, την ομελέτα του αγιογράφου, το χαλασμένο ρολόι του μοναστηριού.
Έτσι γράφτηκε η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.
Ποιές ήταν οι εντυπώσεις των παιδιών που διάβασαν την πρώτη έκδοση; Τι έχετε να θυμηθείτε από τις εκδηλώσεις παρουσίασης;
Στον Ιανό της Θεσσαλονίκης μια φορά κι έναν καιρό…πως χτυπούσε η καρδιά του Σωτήρη όταν του είπα να παραστήσει το Θωμά, έναν από τους ήρωες της περιπέτειας! Σερνόμαστε μαζί στο πάτωμα παρακολουθώντας τον παράξενο επιβάτη του τρένου στα μονοπάτια του αγίου Όρους. Το πρόσωπό του άλλαζε γρήγορα έκφραση, από την τρέλα στο παιχνίδι, από την έκπληξη στον τρόμο κι από την απορία στο όνειρο.
Κι όταν ξέσπασε εκείνη η φοβερή καταιγίδα! ο βίαιος άνεμος σφύριζε στα γύρω βράχια, τα δέντρα έσκυβαν ως τη γη, οι αστραπές να μας τυφλώνουν κι οι βροντές να τραντάζουν τα γύρω βουνά.
Ο Σωτήρης, τα παιδιά που ήταν καθισμένα καταγής στο βιβλιοπωλείο, κάμποσοι περαστικοί πελάτες, συνεπαρμένοι, όλοι εκτός τόπου και χρόνου.
Μια άλλη φορά, πριν από χρόνια, σε παραλία της πατρίδας μας…ένα παιδί Δημοτικού καθισμένο στην άκρη μιας ξαπλώστρας να διαβάζει το βιβλίο μου. Ενθουσιάστηκα, πήγα κοντά του αλλά δεν του μίλησα. Είχε σκύψει τόσο πολύ, τα μούτρα του σχεδόν είχαν κολλήσει στο ανοιχτό βιβλίο, τα χέρια του ψαχούλευαν τις σελίδες, τα χείλια του ανοιγόκλειναν και κάθε τόσο σταματούσε, άφηνε το βλέμμα του να απλωθεί στην απέραντη θάλασσα, ξεροκατάπινε κι ύστερα συνέχιζε το ταξίδι του στις γραμμές της ιστορίας.
Η μητέρα του ανήσυχη του φώναζε να πέσει για μπάνιο όμως αυτός δεν την άκουγε. Ταξίδευε από την Κρήτη στην Πόλη με τα καράβια του Νικηφόρου Φωκά.

Έχετε υπηρετήσει στην εκπαίδευση για πολλά χρόνια. Ποιο είναι το μυστικό της σχέσης με τα παιδιά του δημοτικού; Πώς πρέπει να είναι ο δάσκαλος;
Αυτό που είπα πριν για τον Ιανό, έκανα κάθε μέρα στην τάξη. Έβαζα μπροστά το παιδί της ψυχής μου κι έπαιζα με τους μαθητές μου. Τα δραματοποιούσαμε όλα, τους ήρωες της επανάστασης του 21, σκηνικά από το βιβλίο της γλώσσας, γεγονότα από τη ζωή τους. Ακόμη και τους συνηθισμένους καυγάδες των διαλειμμάτων αναπαριστούσαμε, ο θυμός όλων μας πήγαινε περίπατο και συχνά γελούσαμε κλαίγοντας.
Όχι πως δεν υπήρχαν κακές στιγμές, εντάσεις, φωνές, επιθετικότητα, άρνηση, τα ζούσαμε κι αυτά κάθε μέρα. Προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στον καλό και στον κακό μας εαυτό, στη χαρά και στη λύπη, μαθαίνοντας κάθε μέρα να διαλέγουμε την ομορφιά και τις καλές προθέσεις, να επιστρέφουμε χαρούμενοι στο σπίτι μας τα μεσημέρια.
Τα παιδιά είναι όπως τα πουλιά, δύσκολα καταλαβαίνεις τη γλώσσα τους, τις αγωνίες, το ξεπέταγμά τους. Ο κόσμος αλλάζει, μαζί του κι αυτά. Πρέπει κάθε μέρα να βρίσκουμε καινούργιους τρόπους προσέγγισης, αστεία στο επίπεδό τους, λέξεις, κείμενα, βιβλία, τρόπους να τα βοηθήσουμε να γνωρίσουν τη γνώση και την ομορφιά της ζωής.
Να κλείσουμε στην πίσω πίσω ντουλάπα της τάξης τις ηθικολογίες, τα πολλά πρέπει, τη σοβαροφάνεια, τις ανώφελες αναλύσεις κι όλα τα άλλα εγκεφαλικά και βαρετά της ζωής. Να κρεμάσουμε στους τοίχους ήρωες, ταξιδευτές, γενναίες, ωραίες ψυχές. Το Χριστό να κρατά εκείνο το ανοιχτό βιβλίο που γράφει “Εγώ είμαι το φως…”
Πώς ακριβώς γράφετε; Τι σας εμπνέει;
Οι παλιοί τόποι, τα ερείπια, οι εκκλησιές με ζωγραφισμένους τοίχους. Σκέφτομαι πως σ’ αυτά τα μέρη έζησαν άνθρωποι σαν κι εμάς, παιδιά που πήγαιναν σχολείο, έπαιζαν, έκαναν τρέλες και καμιά φορά στενοχωρούσαν τους γονείς και τους δασκάλους τους.
Πιο πολύ όμως με εμπνέουν οι μαθητές μου, ιδιαίτερα αυτοί που δεν είναι και τόσο καλοί στα μαθήματα, κάνουν αταξίες, αναστατώνουν μερικές φορές την τάξη και το σχολείο.
Δεν έχω ξεχάσει κανένα μου μαθητή. Μπορεί να μη θυμάμαι ονόματα, πρόσωπα, φωνές, όμως κάτι από τον καθένα τους έχει μείνει στην ψυχή μου.
Όλοι οι ήρωες των βιβλίων μου ήταν μαθητές μου, μερικοί όχι και τόσο καλά παιδιά!
Πως γράφω; Ξεκινώ από το τέλος. Φτιάχνω μια ιστορία στο μυαλό μου και το πρώτο που κάνω είναι να βρω ένα τίτλο εντυπωσιακό κι ένα τέλος συγκλονιστικό. Ξεκινώ το γράψιμο και νιώθω πως βρίσκομαι μέσα στην ιστορία, δίπλα στους ήρωες, αόρατος, χωρίς να με βλέπουν. Όλα τ’ άλλα έρχονται μόνα τους.

Πώς μπορεί ένα παιδί να αγαπήσει την ελληνική γλώσσα και τα βιβλία;
Δε θα αφήσουμε τα παιδιά μας με άδεια την ψυχή, χωρίς να ξέρουν από που έρχονται και που πάνε, έρμαια των καιρών και των ανέμων. Οι συγγραφείς, οι γονείς, οι εκδότες μπορούμε να τους δώσουμε αυτό που τους λείπει, που αναζητούν. Μια περιπέτεια στο μυστήριο της ζωής, ένα ταξίδι στο Θεό, στον εαυτό τους και στους άλλους.
Η συσσωρευμένη, άχρηστη γνώση που καίει τον εγκέφαλο, ο κορεσμός της εικόνας και της πληροφόρησης, ένα μολυσμένο πνευματικά και υλικά περιβάλλον, η απόλυτη εμπειρία της οθόνης…
Όταν συναντώ παιδιά τους ζητώ να λένε δυνατά και καθαρά το όνομά τους, να ακούνε τον ήχο της φωνής τους να ταξιδεύει σε στεριές, θάλασσες και εποχές. Οι λέξεις, οι φράσεις, τα κείμενα, είναι ταξίδια της ψυχής κι ψυχή είναι αυτή που παρασύρει όλη μας την ύπαρξη στο φως ή στο σκοτάδι. Τους τραγουδώ, τους διαβάζω ποιήματα, τους ψάλλω τροπάρια και τους λέω πως στην εκκλησία ακούνε τους αρχαίους Έλληνες να μιλάνε, αλλά και τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, τις αρχόντισσες από τα παλάτια του Μυστρά, τα παιδιά από περασμένες εποχές στα παιχνίδια τους.
Η γλώσσα μας είναι ελληνική Άνοιξη, εικόνες, χρώματα, αρώματα, πάθη, παιχνίδια του ήλιου αλλά και της νύχτας, απέραντες θάλασσες, ωκεανοί, περαστικά καράβια.
Αυτά είναι υπέρτατη ανάγκη να περνάμε στα βιβλία μας εμείς οι συγγραφείς κι ακόμη, να συντονιστούμε στην τρέλα και στο μεγαλείο της παιδικής ψυχής. Μόνο έτσι θα βοηθήσουμε τα παιδιά μας να ανακαλύψουν τον τρόπο, την τέχνη να κάνουν το σκοτάδι φως!