Ένα απόγευμα, λίγες μέρες πριν, πήρα τα κορίτσια και πήγαμε στις κούνιες. Ευτυχώς που σκέφτηκα να πάρω μαζί ζακέτες, γιατί ο αέρας ήταν πολύ δυνατός και σχεδόν κρύος, η θάλασσα πολύ φουρτουνιασμένη και μόνο με το κοντομάνικο κρύωνες.
Περπατήσαμε ως την παιδική χαρά. Είχα μέρες να κατέβω στην θάλασσα και μου όπως την είδα, φουρτουνιασμένη και γκρίζα (δεν ξέρω αν ήταν από τα σύννεφα ή το πετρέλαιο) , να σκάει με θυμό στα βράχια και την ακτή, με αυτά τα φράγματα, σαν να φορούσε επίδεσμο, μελαγχόλησα.
Μελαγχόλησα και ύστερα από λίγο, στην εντελώς άδεια τεράστια παιδική χαρά. Η “αράχνη”, που μέχρι πριν μια δυο βδομάδες ήταν γεμάτη παιδάκια που σκαρφάλωναν, ήταν εντελώς άδεια, οι τσουλήθρες έχασαν σαν άδειες αγκαλιές και οι κούνιες κουνιούνταν αργά από τον αέρα. Τα κορίτσια βέβαια καταευχαριστήθηκαν παιχνίδι, αλλά εγώ μελαγχόλησα.
Μελαγχόλησα, γιατί συνειδητοποίησα ότι το καλοκαίρι τελείωσε. Έφυγε κι ας μην το πήρε ακόμα η βροχή.
Το καλοκαίρι το πήρε, όμως, η μυρωδιά του πετρελαίου, που γέμισε την ατμόσφαιρα στην παραλία.
Το καλοκαίρι το πήρε η ψύχρα και τα θυμωμένα κύματα της θάλασσας.
Το καλοκαίρι το πήραν κυρίως, οι δραστηριότητες που γεμίζουν τα απογεύματα των παιδιών μας.
Το καλοκαίρι το πήρε η δουλειά, που “κλείνει” τα απογεύματα και ακυρώνει τις βόλτες.
Κι αν όμως το καλοκαιράκι έφυγε, εγώ το βρίσκω ακόμα.
Το βρίσκω στο ξεχασμένο φτυαράκι μέσα στην τσάντα.
Το βρίσκω στα βατραχοπέδιλα, που κρυφοκοιτούν από την ντουλάπα.
Το βρίσκω στα βοτσαλάκια που μάζεψα από την παραλία, για να τα στείλω στην φίλη μου.
Το βρίσκω στο παιχνίδι των κοριτσιών, κάθε ώρα και στιγμή της μέρας. Κυρίως σ’ αυτό.
Θέλω να τις βλέπω να παίζουν λίγο ακόμα έξω, στις κούνιες, στον κήπο, να κάνουν ποδήλατο, να τσακώνονται για την νεράιδα του playmobil, να τις ακούω να αποκαλούν η μία την άλλη”Ιζυ” και “Λορέττα”, να βρίσκω παντού λούτρινα ζωάκια και να ακούω την Κωνσταντίνα να ρωτάει το ροζ ελεφαντάκι της, πώς τα πέρασε το πρωί στο δικό της σχολείο.
Το καλοκαίρι το πήρε η δουλειά, που “κλείνει” τα απογεύματα και ακυρώνει τις βόλτες.
Κι αν όμως το καλοκαιράκι έφυγε, εγώ το βρίσκω ακόμα.
Το βρίσκω στο ξεχασμένο φτυαράκι μέσα στην τσάντα.
Το βρίσκω στα βατραχοπέδιλα, που κρυφοκοιτούν από την ντουλάπα.
Το βρίσκω στα βοτσαλάκια που μάζεψα από την παραλία, για να τα στείλω στην φίλη μου.
Το βρίσκω στο παιχνίδι των κοριτσιών, κάθε ώρα και στιγμή της μέρας. Κυρίως σ’ αυτό.
Θέλω να τις βλέπω να παίζουν λίγο ακόμα έξω, στις κούνιες, στον κήπο, να κάνουν ποδήλατο, να τσακώνονται για την νεράιδα του playmobil, να τις ακούω να αποκαλούν η μία την άλλη”Ιζυ” και “Λορέττα”, να βρίσκω παντού λούτρινα ζωάκια και να ακούω την Κωνσταντίνα να ρωτάει το ροζ ελεφαντάκι της, πώς τα πέρασε το πρωί στο δικό της σχολείο.
Λίγο παιχνίδι ακόμα, αυτό θέλω για να χαίρομαι.
Γιατί παιχνίδι σημαίνει ανεμελιά.
Παιχνίδι σημαίνει ότι είσαι παιδί, αγνό κι αθώο, με φαντασία που καλπάζει και χαρά που γεμίζει όλους γύρω σου.
Παιχνίδι είναι η χαρά της ζωής.
Θέλω λίγο ακόμα παιχνίδι, ακόμα και τις ημέρες με το πολύ διάβασμα και τις πολλές υποχρεώσεις.
Όσο ακόμα είναι παιδιά και παίζουν.
Σας φιλώ!