Τη σημερινή μέρα, τα αισθήματα μου είναι ανάμεικτα… Αισθάνομαι συγκίνηση, αισθάνομαι και θλίψη. Εχθές στο σχολείο της Κωνσταντίνας, το τέλος της γιορτής με βρήκε δακρυσμένη. Αναρωτήθηκα, αν τα 12χρονα παιδάκια που μας απήγγειλαν να μην κλαίμε τη Ρωμιοσύνη, συναισθάνονταν τι ακριβώς έλεγαν. Πόσο βαθύ είναι αυτό που εκείνη την ώρα έλεγαν. Αν ξέρουν τι είναι η Ρωμιοσύνη.
Αν την αγαπούν την πατρίδα τους. Αν είναι περήφανοι να λέγονται Έλληνες κι αν έχουν διάθεση να τιμήσουν τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν πριν δύο σχεδόν αιώνες, για να κάνουμε εμείς τώρα παρελάσεις και γιορτές , να τσακωνόμαστε γιατί αγαπάμε την πατρίδα μας, να βλέπουμε δελτία ειδήσεων και να τραβάμε τα μαλλιά μας.
Φοβάμαι. Φοβάμαι για την πατρίδα μου, για τους συμπατριώτες μου, για τα παιδιά μου, για όλους αυτούς τους δύστυχους ανθρώπους που έχουν γεμίσει τα λιμάνια και τους σταθμούς. Κι όταν εγώ φοβάμαι δύο πράγματα με βοηθούν. Η πίστη μου κι η ιστορία. Εκεί γύρισα αυτές τις μέρες, διαβάζοντας το Μακρυγιάννη. Και τα δικά του λόγια θα είναι η σημερινή, επετειακή ανάρτηση.
Μην τα παραβλέψουμε.
“Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν καὶ πρέπει νὰ θυσιάζη καὶ πατριωτισμὸν καὶ νὰ ζῆ αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς του ὡς τίμιοι ἄνθρωποι εἰς τὴν κοινωνία. Καὶ τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα, τὸ ἀναντίον λέγονται παλιόψαθες τῶν ἐθνῶν καὶ βάρος γῆς. Καὶ διὰ τοῦτο ὡς πατρίδα γενικὴ τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ ἔργο τῶν ἀγώνων τοῦ μικρότερου καὶ ἀδύνατου πολίτη, ἔχει κι᾿ αὐτὸς τὰ συμφέροντά του εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, εἰς αὐτείνη τὴν θρησκεία. Δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαρύνεται καὶ νὰ ἀμελῆ αὐτά, καὶ ὁ προκομμένος πρέπει νὰ φωνάζη ὡς προκομμένον ἀλήθεια, τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἁπλός. Ὅτι κρικέλλα δὲν ἔχει ἡ γῆς νὰ τὴν πάρη κανεὶς εἰς τὴν πλάτη του, οὔτε ὁ δυνατός, οὔτε ὁ ἀδύνατος, καὶ ὅταν εἶναι ὁ καθεὶς ἀδύνατος εἰς ἕνα πράμα καὶ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ πάρη τὸ βάρος καὶ παίρνει καὶ τοὺς ἄλλους καὶ βοηθοῦν, τότε νὰ μὴν φαντάζεται νὰ λέγη ὁ αἴτιος ἐγώ, νὰ λέγη ἐμεῖς.
Κι᾿ ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμη νεκρανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα μου, νὰ τὴν λευτερώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κ᾿ ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη λιγώτερον ἀπὸ τὸν χερώτερον πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα – ἕνα πράμα μόνον μὲ παρακίνησε κ᾿ ἐμένα νὰ γράψω, ὅτι τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλάμεν κι᾿ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγη ὁ καθεὶς «ἐγώ»; Ὅταν ἀγωνιστῆ μόνος του καὶ φκειάση, ἢ χαλάση, νὰ λέγη ἐγὼ· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» κι᾿ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ». Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μάθωμεν γνώση, ἂν θέλωμεν νὰ φκειάσωμεν χωριόν, νὰ ζήσωμεν ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ εἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν πατρίδα τους, διὰ τὴν θρησκεία τους, νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε· «Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες», ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζωνται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸν νόμον καὶ νά ῾χουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἰκανότη.”
Στρατ. Μακρυγιάννη “Απομνημονεύματα”
Μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μας…
Σας φιλώ!