via

 Κοίτα τώρα να δεις. Είναι από αυτές τις μέρες που σκέφτεσαι ότι κανείς τελικά δεν σε προειδοποιεί για το τι σημαίνει στ’ αλήθεια να έχεις παιδιά και μάλιστα νήπια. Γενικά δεν σε ενημερώνει κανείς για τίποτα, αλλά εδώ υπάρχει πιστεύω εσκεμμένη παραπληροφόρηση. 

 Ας πούμε. Εγώ θυμάμαι τη μαμά μου πάντα να είναι περιποιημένη και καλοντυμένη. Μη φανταστείς τίποτα φοβερό κι εξεζητημένο, αλλά όταν τη δεις δεν θα πεις ότι είναι μια ταλαίπωρη μάνα. Επίσης, το σπίτι μας. Πάντα το είχε συγυρισμένο. Και πάλι μη νομίζεις ότι δεν πηγαινορχόμασταν με παιχνίδια κι ιστορίες, ήμασταν και πέντε παιδιά. Αλλά το είχε ταχτοποιημένο και καθαρό, ανά πάσα στιγμή. Πώς τα κατάφερνε δεν ξέρω, αφού δεν είχε και καμιά βοήθεια. Πάντα λοιπόν πίστευα, ότι δεν είναι και κάτι πολύ δύσκολο όλο αυτό το εγχείρημα που λέγεται μαμά και παιδιά. Για τα υπόλοιπα, άλλαγμα πάνας, μπάνια, εμετούς, γουλίτσες και τα τοιαύτα, ήμουν πάνω κάτω προετοιμασμένη, μιας κι είχα ζήσει το μεγάλωμα τριών μωρών.

 Υπάρχουν όμως και κάποιες λεπτομέρειες, που όσο κι αν έχεις μια κάποια σχετική εμπειρία, όσο κι αν έχεις ζήσει κάποια πράγματα, κανείς δε στα λέει και εσύ ποτέ δεν θα τα φανταστείς. Πέρα από το γεγονός ότι πρέπει να ξενυχτήσεις λίγο για να κάνεις μπάνιο και να καταφέρεις να συμμαζέψεις το σπίτι , είναι κι άλλο ένα κεφάλαιο που λέγεται τσάντα της μαμάς.
Όταν ήμουν φοιτήτρια κρατούσα μια μικρούλα τσάντα, με κινητό-πορτοφόλι-κλειδιά. Στο τσακίρ κέφι, θα χώραγε και τις σημειώσεις της σχολής. Όταν έπιασα δουλειά, ήταν λίγο μεγαλύτερες, αφού έπρεπε να χωρούν οι δικογραφίες, αλλά και πάλι, ήταν φυσιολογική μισοάδεια – μισογεμάτη. 

via

Από τότε που γέννησα την Κωνσταντίνα, το μέγεθος της τσάντας καθιερώθηκε σε αυτό το τεράστιο, που μπορείς να πας και ταξίδι άμα λάχει. Όσο για το περιεχόμενο ποικίλει και κάθε χρόνο αυξάνεται. Όταν ήταν πιο μωρά κουβαλούσα μονίμως και από μια αλλαξιά, για ώρα ανάγκης, χώρια τις πάνες, τα μωρομάντηλα, τη μίνι κρέμα για το άλλαγμα, τα βρακάκια, τα μπισκοτάκια, το γιαουρτάκι, το νερό, το γάλα όταν θα γυρίζαμε αργά, ένα παιχνίδι για ώρα μεγάλη βαρεμάρας. Και κάπου εκεί ανάμεσα θα έβρισκες και το πορτοφόλι της μάνας κι ένα ταλαίπωρο κινητό, που έπρεπε να κάνεις ανασκαφή για να τα βρεις. Θυμάμαι όταν γύρισα στη δουλειά, μετά την Κωνσταντίνα, για κάποιο λόγο βρισκόταν πάντα στην τσάντα μου μια πάνα. Και κάποια φορά που ήμουν στο δικαστήριο και κάτι έψαχνα, ανασύρθηκε κι αυτή, μαζί με τα πιστοποιητικά. Ευτυχώς ο γραμματέας απλά γέλασε… Ρεζίλι! 
Κι όσο περνάει ο καιρός, δεν βλέπω βελτίωση. Τώρα στο μενού έχει προστεθεί κι αυτό : “Μαμά, το βάζεις στην τσάντα σου; Δεν μπορώ άλλο να το κρατάω – φάω- πιω – παίζω…” 

Που σου ‘ρθαν όλα αυτά θα μου πεις; Ε, έτυχε να βγω ένα βράδυ μόνη τις προάλλες και πήρα μετά από πολύ καιρό, μια μικρή τσαντούλα. Ένιωθα σαν να είχα κάτι χάσει κι όλο ψαχνόμουν…

via

Κι όπως γύριζα σπίτι κρατώντας τη μικρή μου τσαντούλα και σκεπτόμενη τα ζωηρά μουτράκια, που θα ‘χαν πέσει για ύπνο, για άλλη μια φορά ευχαρίστησα το Θεό που έχω μια τεράστια γεμάτη τσάντα, αφού αυτό σημαίνει ζωή γεμάτη αγάπη και χαμόγελα… Χαλάλι! 

Σας φιλώ!

Leave A Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *